- διαδόσεις
- διάδοσιςdistributionfem nom/voc pl (attic epic)διάδοσιςdistributionfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Theorica — (Gr. polytonic|Θεωρικά) was in ancient Athens the name for the fund of monies expended on festivals, sacrifices, and public entertainments of various kinds; and also monies distributed among the people in the shape of largesses from the… … Wikipedia
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
подаваниѥ — ПОДАВАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. 1.Приношение, пожертвование: плодоноси˫а же цр҃квьна˫а подаѥмы˫а издалеча цр҃кви. на тѣхъ и съ тѣми акы ст҃ыимъ подавани˫а творѧще. (τὰς διαδόσεις) КЕ XII, 86б. 2. Предоставление: мнѣ же довл˫аше и ничьсѡже ино рекꙊщѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αερόφερτος — και αγερόφερτος, η, ο [αεροφέρνομαι] 1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου 2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως … Dictionary of Greek
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος … Dictionary of Greek
πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… … Dictionary of Greek
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… … Dictionary of Greek